- βαλάντωμα
- τοη εξάντληση, το μπαΐλντισμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βαλάντωμα — το [βαλαντώνω] 1. υπερβολική κούραση, εξάντληση 2. η μεγάλη στενοχώρια … Dictionary of Greek